ἀμεθύστου

ἀμεθύστου
ἀμέθυστον
not drunken
neut gen sg
ἀμέθυστος
not drunken
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμέθυστος — Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη… …   Dictionary of Greek

  • φαρανίτης — ὁ, θηλ. φαρανῑτις, ίτιδος, Α [Φαράν] 1. ιθαγενής τής επαρχίας τής μεγάλης ερήμου τής Αραβίας, Φαράν 2. το θηλ. είδος αμεθύστου που απαντά στην ίδια επαρχία …   Dictionary of Greek

  • γεώδες — Ευρύχωρη σφαιροειδής κοιλότητα μέσα σε πετρώματα, που τα τοιχώματά της περιβάλλονται συνήθως με κρυστάλλους κυρίως ασβεστίτη ή χαλαζία ή ακόμα δολομίτη, χαλκηδονίου, βαρύτη και άλλων ορυκτών. Μερικές φορές η κρυσταλλική αυτή επένδυση σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • Φαράν — Αρχαία πόλη της Πετραίας Αραβίας στις βόρειες πλαγιές του όρους Σινά, η σημερινή Φεϊράν. Από την περιοχή της έπαιρναν ένα είδος αμέθυστου, τον φαρανίτη, όπως μας πληροφορεί ο Πτολεμαίος στα Γεωγραφικά του. Από τον 5o αι. αποτελούσε έδρα επισκοπής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”